- κομιστρον
- κόμιστροντό (только pl.)1) награда за доставку
(κυνός = Κερβέρου Eur.)
2) награда за спасение(ψυχῆς Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κυνός = Κερβέρου Eur.)
(ψυχῆς Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόμιστρον — reward for saving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμιστρα — κόμιστρον reward for saving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμιστρο — το (Α κόμιστρον] συν. στον πληθ. τα κόμιστρα πληρωμή ή αμοιβή μεταφοράς, κομιστικά, μεταφορικά αρχ. συν. στον πληθ. τά κόμιστρα α) ευγνωμοσύνη για διάσωση β) πληρωμή για την επιστροφή χαμένου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομίζω + επίθημα τρον που… … Dictionary of Greek
κόμιστρ' — κόμιστρα , κόμιστρον reward for saving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)